- πτοῖα
- πτόαfem nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πτοία — πτοίᾱ , πτόα fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτοίᾳ — πτοίᾱͅ , πτόα fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτοία — και πτόα και πτόη και πτοίη, ἡ, Α [πτοῶ / πτοιῶ] 1. πτόηση, μεγάλος φόβος, τρομάρα (α. «ἀδιήγητος κατεῑχε ταραχὴ καὶ πτοία τοὺς Ῥωμαίους», Πλούτ. β. «θεωροῡντες οἱ Ῥωμαῑοι τὴν ἐν τοῑς πεζοῑς στρατοπέδοις πτοίαν καὶ δυσελπιστίαν», Πολ.) 2.… … Dictionary of Greek
πτοίας — πτοίᾱς , πτόα fem acc pl πτοίᾱς , πτόα fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτοίος — ὁ, Α η πτοία*. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού πτοία κατά τα αρσ.] … Dictionary of Greek
μεταπτοιώ — μεταπτοιῶ, έω (Α) φεύγω από έναν τόπο από φόβο και ζητώ καταφύγιο αλλού («ἔχθει μεταπτοιοῡσαν εὐναίων γάμων», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + πτοιῶ (< πτοία «ταραχή, φόβος»)] … Dictionary of Greek
πτοιαλέος — και πτοαλέος, α, ον, Α φοβισμένος, τρομαγμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτοία / πτόα «τρομάρα, φόβος» + επίθημα αλέος (πρβλ. θαρραλέος, κερδ αλέος)] … Dictionary of Greek
πτοιώδης — ῶδες, Α [πτοία] 1. (για πρόσ.) φοβισμένος, τρομαγμένος 2. (για ψυχική κατάσταση) αυτή που οφείλεται σε φόβο … Dictionary of Greek
πτόα — ἡ, Α βλ. πτοία … Dictionary of Greek
πτόη — ἡ, Α βλ. πτοία … Dictionary of Greek